- -τωρ
- -τορος, ΝΜΑ, και -τορας Νβλ. -τηρ(ας).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
ρύτωρ — (I) ορος, ὁ, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που έλκει ή τεντώνει κάτι («χρυσέων ῥύτωρ τόξων», Αισχύλ.) 2. φρ. «ῥύτωρ τόξου» ο αστερισμός τού τοξότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω» + επίθημα τωρ (πρβλ. μηνύ τωρ,… … Dictionary of Greek
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
θοινάτωρ — θοινάτωρ, ορος, ὁ (Α) θοινατήρ*, συμποσιαστής, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο, ο ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θοινώ + επίθημα τωρ (πρβλ. γενέ τωρ, ευπά τωρ, συνδαί τωρ)] … Dictionary of Greek
κτίτορας — ο (Μ κτίτωρ, ορος) 1. κτίστης, ιδρυτής, θεμελιωτής 2. (ειδ.) ο ιδρυτής ναού, μονής ή άλλου ιερού ιδρύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτι τού κτίζω + επίθημα τωρ (πρβλ. κτή τωρ, κοσμή τωρ, ρή τωρ)] … Dictionary of Greek
ίκτωρ — ἵκτωρ, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. ο ικέτης 2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ, πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
ιάτωρ — ἰάτωρ, ιων. τ. ἰήτωρ, ορος, ό (Α) γιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι + τωρ (πρβλ. ηγή τωρ, οική τωρ)] … Dictionary of Greek
ιθύντωρ — ἰθύντωρ, ορος (Α) ιθυντήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. τωρ (πρβλ. γεννή τωρ, κλή τωρ)] … Dictionary of Greek
καλήτωρ — καλήτωρ, ὁ (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που καλεί, που συγκαλεί, κήρυκας, διαλαλητής («κήρυκα καλήτορα», Ομ. Ιλ.) 2. κύριο όνομα (στον Όμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καλη (τού καλῶ), το οποίο αποτελεί προϊόν συμφυρμού τών μορφών καλέ και κλη (βλ. καλώ) +… … Dictionary of Greek
κοσμήτορας — και κοσμήτωρ, ο (ΑM κοσμήτωρ) αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η φροντίδα για την τάξη ή τη διακόσμηση νεοελλ. καθηγητής ανώτατης σχολής, στον οποίο ανατίθεται, με εκλογή, για ορισμένη θητεία να συγκαλεί τη σχολή σε συνεδρίες ως πρόεδρος, να… … Dictionary of Greek